Θέσεις της Ε.Τ.Ε. στη δημόσια διαβούλευση ενόψει του επικείμενου ανασχεδιασμού των ΕΠΑ.Λ.

Η Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί εδώ και δεκαετίες έναν υποβαθμισμένο χώρο στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, μολονότι η ζήτηση για εξειδικευμένους τεχνίτες μεσαίου επιπέδου προσόντων ήταν ανέκαθεν έντονη. Παλιές, βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις ενάντια στη δήθεν «υποδεέστερη χειρωνακτική εργασία», μαζί με βεβιασμένες και ελάχιστα πειστικές μεταρρυθμίσεις σ’ αυτό το πεδίο διατηρούν αυτήν την κατάσταση μέχρι σήμερα αμετάβλητη.

Μερικά από τα αίτια που συμβάλλουν στην υποβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην χώρα μας είναι:

  • Οι συχνές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα της Τ.Ε.Ε. οι οποίες δημιουργούν σύγχυση και ανασφάλεια στην κοινωνία, με αρνητικές επιπτώσεις, κυρίως όταν αυτές δεν εξασφαλίζουν την κοινωνική αποδοχή και συναίνεση. Είναι απαραίτητος ένας εύλογος χρόνος εφαρμογής κάθε εκπαιδευτικής αλλαγής για να μπορέσει να δώσει αποτελέσματα, και να γίνει η αξιολόγησή της.
  • Τα μαθησιακά κενά μερίδας των αποφοίτων Γυμνασίου, οι οποίοι κατά κανόνα κατευθύνονται στη Τ.Ε.Ε., επειδή θεωρείται από τους ίδιους και τους γονείς τους ως η πιο εύκολη λύση.
  • Η ανεπάρκεια των παρεχόμενων επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένη η εμπιστοσύνη των εργοδοτών προς τους αποφοίτους της Τ.Ε.Ε.
  • Η απουσία κατάλληλου θεσμικού πλαισίου που να συνδέει  τη τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση με την αγορά εργασίας.
  • Η έλλειψη ενημέρωσης της κοινής γνώμης για τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει η Τ.Ε.Ε.

Οι μεταρρυθμίσεις στην Τ.Ε.Ε., με μεγαλεπήβολους στόχους προσαρμογής στα νέα δεδομένα, καθοδηγήθηκαν περισσότερο από τις ανάγκες απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων και λιγότερο από τις πραγματικές ανάγκες της εκπαίδευσης, οι οποίες δεν κατάφεραν να αναβαθμίσουν το ρόλο της ούτε να αποτελέσουν συνειδητές επιλογές των μαθητών. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις, πέρα από το περιεχόμενό τους, δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε με ορθολογικό τρόπο ούτε βάσει ενός στρατηγικού σχεδιασμού. Γι’ αυτό και πιστοποιούν συνεχώς η κάθε μία την αποτυχία των προηγουμένων.

Η τελευταία παρέμβαση στην Τ.Ε.Ε. έγινε με το Ν. 4186/2013 ο οποίος ψηφίστηκε τέλος Σεπτεμβρίου του 2013 για να ξεκινήσει να εφαρμόζεται αναδρομικά από τις αρχές του ίδιου μήνα. Η ΕΤΕ τότε είχε επικρίνει την εμμονή του Υπουργού Παιδείας να ξεκινήσει τη λειτουργία του νέου αυτού Λυκείου από το Σεπτέμβριο, με αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα στο πόδι και ανύπαρκτα βιβλία.

Τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής τα βιώνουμε μέχρι σήμερα με τα προσωρινά ωρολόγια προγράμματα και τα προσωρινά επίσης αναλυτικά προγράμματα που στέλνονται στα σχολεία στα μέσα της σχολικής χρονιάς. Ο αποκλεισμός των αποφοίτων των ΕΠΑΛ από τα Πανεπιστήμια και η δραματική υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών του Γενικού Λυκείου έδωσαν τη χαριστική βολή στην πολύπαθη Επαγγελματική Εκπαίδευση με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εγγραφών στην Α’ ΕΠΑΛ τη φετινή χρονιά και το μεγάλο ποσοστό ολιγομελών τμημάτων στις άλλες τάξεις των ΕΠΑΛ.

Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων αποφάσισε να προχωρήσει σε μια ακόμη πρόχειρη και βιαστική παρέμβαση στην πολύπαθη Επαγγελματική Εκπαίδευση, αυτή τη φορά μάλιστα πριν καν ολοκληρωθεί ένας κύκλος της προηγούμενης παρέμβασης. Περιττεύει εδώ η οποιαδήποτε αναφορά στην αναγκαιότητα ύπαρξης αποτελεσμάτων της προηγούμενης παρέμβασης και αξιολόγησής τους!

Η ΕΤΕ μπροστά σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται οφείλει να διατυπώσει την επιστημονικά τεκμηριωμένη παρέμβασή της.

Η παρέμβαση αυτή συνίσταται στα ακόλουθα:

Α. Αποτελεί στοιχειώδες καθήκον της πολιτείας να σεβαστεί τους μαθητές που το σχολικό έτος 2015-2016 επέλεξαν το ΕΠΑΛ για να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους μέσα από μια επαγγελματική διαδρομή όπως αυτή είχε καθοριστεί κατά το χρόνο της εγγραφής τους. Η επιλογή των μαθητών αυτών έγινε με βάση την υφιστάμενη δομή, τα υφιστάμενα ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα (όποια υπήρχαν!)

Συνιστά προσβολή και μέγιστη απαξία προς τα παιδιά αυτά αλλά και προς το θεσμό των ΕΠΑΛ η εκ των υστέρων δραστική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και των προγραμμάτων σπουδών στη Β’ και Γ’ τάξη των ΕΠΑΛ.

Η ΕΤΕ ζητάει από την πολιτεία, δείχνοντας στοιχειώδη ευαισθησία σ’ αυτά τα παιδιά, να μην προχωρήσει στο σχεδιασμό της για αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και των προγραμμάτων σπουδών για τη Β’ Τάξη των ΕΠΑΛ από το σχολικό έτος 2016-2017. Η δυνατότητα των μαθητών αυτών να ολοκληρώσουν το υφιστάμενο πρόγραμμα σπουδών στο σχολείο που επέλεξαν για την επαγγελματική τους εκπαίδευση αποτελεί ελάχιστη υποχρέωση της πολιτείας για τους μαθητές αυτούς.

Β. Βασικό στοιχείο ποιότητας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αποτελεί η παροχή ενός στέρεου και ολοκληρωμένου πλαισίου επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων στον απόφοιτο του ΕΠΑΛ που του επιτρέπει να προχωρήσει γρήγορα στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, καθώς και ευρεία γνώση και ικανότητες για τη διά βίου μάθηση.

Το πλαίσιο αυτό καθορίζεται από τα μαθησιακά αποτελέσματα της κάθε ειδικότητας, όπως αυτά αποτυπώνονται στο επίπεδο και τους περιγραφικούς δείκτες του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων και φυσικά από τις δυνατότητες πρόσβασης που δίνουν αυτές οι επαγγελματικές γνώσεις σε επαγγελματικές δραστηριότητες.

Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την επίτευξη των μαθησιακών αποτελεσμάτων κάθε ειδικότητας μετά την ολοκλήρωση των σπουδών σ’ αυτή την ειδικότητα.

Η επίτευξη αυτών των μαθησιακών αποτελεσμάτων επιτυγχάνεται με το πρόγραμμα σπουδών και τη διάρθρωσή του στα τρία έτη του ΕΠΑΛ. Η διάρθρωση του προγράμματος σπουδών πρέπει να ξεκινάει από τις γενικές και ευρέως θεματικού πεδίου γνώσεις και βαθμιαία να εμβαθύνει και να εξειδικεύει τα θεματικά του αντικείμενα.

Ανάπτυξη Προγραμμάτων Σπουδών

Η ανάπτυξη ενός εκπαιδευτικού προγράμματος μιας ειδικότητας των ΕΠΑ.Λ., με βάση την ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική ανάπτυξης προγραμμάτων σπουδών στην επαγγελματική εκπαίδευση, πρέπει να ακολουθεί τα ακόλουθα βήματα:

  1. Προσδιορισμός του επαγγελματικού ή των επαγγελματικών περιγραμμάτων στα οποία αντιστοιχεί η ειδικότητα. Με βάση αυτή την αντιστοίχιση αυτή θα καθορισθούν και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων ή η δυνατότητες άσκησης συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
  2. Προσδιορισμός των μαθησιακών αποτελεσμάτων (γνώσεων – δεξιοτήτων – ικανοτήτων) που πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές που ολοκληρώνουν τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Τα μαθησιακά αποτελέσματα προσδιορίζονται από το επαγγελματικό ή τα επαγγελματικά περιγράμματα του προηγούμενου βήματος.
  3. Με βάση τα μαθησιακά αποτελέσματα προσδιορίζονται τα θεματικά αντικείμενα που πρέπει να περιλαμβάνει το πρόγραμμα σπουδών και καθορίζεται η αναλογία θεωρητικού και πρακτικού μέρους εντός του θεματικού αντικειμένου και η αναλογία του θεματικού αντικειμένου στο σύνολο του εκπαιδευτικού προγράμματος.
  4. Με βάση τον καθορισμό των θεματικών αντικειμένων και την νοηματική τους ιεράρχηση (προαπαιτούμενες – επακόλουθες γνώσεις) καθορίζονται τα μαθήματα, η κατανομή τους σε ώρες και η κατανομή τους στις 2 ή 3 τάξεις του ΕΠΑ.Λ..

Η ανάπτυξη των προγραμμάτων σπουδών των ειδικοτήτων μπορεί να γίνει, λαμβάνοντας υπόψη και αντίστοιχα αναπτυγμένα εκπαιδευτικά προγράμματα στην Ευρώπη, από επιτροπές αποτελούμενες από Σχολικούς Συμβούλους της Ειδικότητας, εκπαιδευτικούς με αυξημένα προσόντα και εμπειρία στην Ειδικότητα και εκπροσώπους των επαγγελματιών της Ειδικότητας που θα οριστεί από τα Επιμελητήρια ή τους Επαγγελματικούς Συλλόγους. Μετά την ολοκλήρωση του έργου της κάθε επιτροπή πρέπει να καταλήξει σε μια έκθεση που πρέπει να περιέχει ακόλουθα:

  • Τα επαγγελματικά περιγράμματα στα οποία αντιστοιχεί η κάθε ειδικότητα.
  • Τα μαθησιακά αποτελέσματα (γνώσεις – δεξιότητες – ικανότητες) για κάθε ειδικότητα.
  • Θεματικές ενότητες που πρέπει να περιλαμβάνει το πρόγραμμα σπουδών της κάθε ειδικότητας.
  • Ωρολόγιο πρόγραμμα για κάθε ειδικότητα (μαθήματα, είδος μαθήματος, ώρες διδασκαλίας).

Το πιο σημαντικό στοιχείο κατά τη διαδικασία ανάπτυξης του προγράμματος σπουδών μιας ειδικότητας αποτελεί η πρόνοια για την επίτευξη των απαιτούμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το διαθέσιμο χρόνο σπουδών.

Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να εξετασθεί ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που βασίζεται στις παρακάτω αρχές:

Α’ Τάξη ΕΠΑΛ

Η Α’ Τάξη των ΕΠΑΛ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί δίνοντας ένα προεπαγγελματικό επίπεδο γνώσεων στους μαθητές προετοιμάζοντάς τους για τον τομέα που θα παρακολουθήσουν στη Β’ Τάξη. Η επίτευξη αυτού του στόχου μπορεί να γίνει με τη διδασκαλία μαθημάτων εισαγωγικών γνώσεων για κάθε Τομέα τα οποία όμως τα διδάσκονται υποχρεωτικά όλοι οι μαθητές. Με αυτό τον τρόπο οι γνώσεις αυτές προστίθενται στο μαθησιακό κεφάλαιο του μαθητή όποιο Τομέα και αν ακολουθήσει στη Β’ Τάξη.

Η προτεινόμενη από το ΙΕΠ δομή της Α’ Τάξης του ΕΠΑΛ έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Ορίζοντας τα μαθήματα εισαγωγικών προεπαγγελματικών γνώσεων ως μαθήματα επιλογής και μην υποχρεώνοντας το μαθητή να ακολουθήσει στη Β’ Τάξη Τομέα αντίστοιχο με τα μαθήματα επιλογής που ακολούθησε στην Α’ Τάξη θα έχουμε μαθητές δύο ταχυτήτων στη Β’ Τάξη. Μαθητές που πρόσθεσαν στο μαθησιακό τους κεφάλαιο τα μαθήματα της Α’ Τάξης αφού επέλεξαν να ακολουθήσουν αντίστοιχο με αυτά Τομέα και μαθητές που δεν τα πρόσθεσαν επιλέγοντας άσχετο με αυτά Τομέα, εμφανίζοντας στη Β’ Τάξη μαθησιακά ελλείματα.

Β’ Τάξη ΕΠΑΛ

Η Β’ Τάξη των ΕΠΑΛ μπορεί να αποτελείται από Τομείς οι οποίοι περιλαμβάνουν τις ειδικότητες εκείνες που έχουν κοινό το πρώτο ευρύ στάδιο επαγγελματικών γνώσεων. Η ταύτιση αυτή προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των προγραμμάτων σπουδών που περιεγράφηκε παραπάνω.

Η συμπερίληψη ανομοιογενών και άσχετων μεταξύ τους ειδικοτήτων σε ένα τομέα με καθαρά λογιστικού και διαχειριστικού τύπου λογικές, όπως έγινε με την πρόταση του ΙΕΠ, δεν έχει καμία επιστημονική βάση και πλήττει καίρια το κύρος και την αξιοπιστία του ίδιου του ΕΠΑΛ.

Η ανομοιογενής αυτή λειτουργία των Τομέων δεν επιτρέπει την επίτευξη του βασικού στόχου αυτής της επαγγελματικής διαδρομής που δεν είναι άλλος από την απόκτηση των προβλεπόμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η μη επίτευξη αυτού του στόχου θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τόσο το επίπεδο όσο και την περιγραφή των προσόντων του Πτυχίου του ΕΠΑΛ στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων. Αρκεί κάποιος να δει το προτεινόμενο πρόγραμμα του Τομέα Υγείας – Πρόνοιας και Ευεξίας ή του Ναυτιλιακού Τομέα για να καταλάβει το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργείται.

Σε κάθε περίπτωση και σε ότι  αφορά τις ειδικότητες στις οποίες διδάσκουν τα μέλη μας, θέση της Ένωσης είναι ότι για να υπάρχει επάρκεια του γνωστικού αντικειμένου που θα παρακολουθήσουν οι μαθητές στις συναφείς ειδικότητες της Γ τάξης, θα πρέπει να λειτουργήσουν ως ανεξάρτητοι τομείς στη Β τάξη οι παρακάτω:

Τομέας Μηχανολογίας

Τομέας Ηλεκτρολογίας

Τομέας Ηλεκτρονικής

Τομέας Δομικών Έργων

Οποιαδήποτε συγχώνευση των τομέων αυτών μεταξύ τους ή με άλλους τομείς για την Επιστημονική μας Ένωση αποτελεί εμπόδιο στην απόκτηση από τους μαθητές των θεμελιωδών γνώσεων που απαιτούνται για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.

Γ’ Τάξη ΕΠΑΛ

Η Γ’ Τάξη των ΕΠΑΛ μπορεί να αποτελείται από Ειδικότητες στις οποίες έχουμε την εμβάθυνση και εξειδίκευση των επαγγελματικών θεματικών αντικειμένων.

Οι ειδικότητες πρέπει να διαθέτουν ένα εύρος και να μην αποτελούν ειδικεύσεις. Το εύρος αυτό των επαγγελματικών γνώσεων μιας ειδικότητας βοηθάει τον απόφοιτο του ΕΠΑΛ να παίρνει στο Μεταδευτεροβάθμιο Έτος των ΕΠΑΛ ή με προγράμματα κατάρτισης ειδικεύσεις και εξειδικεύσεις ανταποκρινόμενος κατ’ αυτό τον τρόπο στις προκλήσεις ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου εργασιακού περιβάλλοντος.

Ο κύκλος αυτός ολοκληρώνεται με την απόκτηση του Απολυτηρίου και του Πτυχίου Ειδικότητας που κατατάσσονται στο επίπεδο 4 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων.

Βασική παράμετρος για τους αποφοίτους της Γ’ Τάξης των ΕΠΑΛ αποτελεί η δυνατότητα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (Πανεπιστήμια, ΤΕΙ).

Ειδικότερα οι απόφοιτοι της Γ’ Τάξης των ΕΠΑ.Λ. να έχουν πρόσβαση με ειδικές εξετάσεις στα ΤΕΙ με συνάφεια σπουδών (και όχι αντιστοιχία όπως συμβαίνει σήμερα) με τον τομέα που παρακολούθησαν στη Β’ Τάξη και με Πανελλαδικές Εξετάσεις αντίστοιχα με τα ΓΕΛ να έχουν πρόσβαση σε όλα τα Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στην περίπτωση αυτή θα εξετάζονται με αυξημένο συντελεστή βαρύτητας σε ένα μάθημα της ειδικότητάς του αντί ενός μαθήματος προσανατολισμού των ΓΕΛ.

Μεταδευτεροβάθμιο Έτος ΕΠΑΛ

Σκοπός του Μεταδευτεροβάθμιου Έτους των ΕΠΑΛ αποτελεί η ολοκλήρωση μιας επαγγελματικής διαδρομής του μαθητή η οποία πραγματοποιείται με την ειδίκευσή του. Η ειδίκευση πρέπει να έχει ένα πρόγραμμα σπουδών το οποίο αναπτύσσεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα προγράμματα σπουδών των Ειδικοτήτων του ΕΠΑΛ και περιλαμβάνει θεωρητικά μαθήματα και πρακτική άσκηση.

Το έτος ολοκληρώνεται με τη διαδικασία πιστοποίησης από τον ΕΟΠΠΕΠ και τη λήψη του Πτυχίου το οποίο κατατάσσεται στο επίπεδο 5 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων.

Η πρόβλεψη του Ν. 4186/2013 για μια διαδικασία ερμαφρόδιτης μαθητείας στο έτος αυτό και μη υλοποιήσιμη είναι αλλά έχει και μια ακόμη πιο σοβαρή αδυναμία. Δεν συνιστά κανενός είδους ειδίκευση στερώντας από το μαθητή τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την επαγγελματική του διαδρομή.

Η διαδικασία των ανοιχτών διαδρομών μπορεί να δώσει στους αποφοίτους αυτού του κύκλου μια εναλλακτική διαδρομή για την πρόσβασή τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Σύστημα Μαθητείας

Η πρόταση του ΙΕΠ για την παράταση της λειτουργίας των ΕΠΑΣ των άλλων Υπουργείων για μια πενταετία αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Με την πρόταση αυτή θα έχουμε δια νόμου μια εκπαιδευτική δομή η οποία θα λειτουργεί μεταβατικά για οκτώ χρόνια με προοπτική να συνεχίσει μετά από αξιολόγηση για πόσα κανείς δεν ξέρει.

Τι κύρος και τι αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα σχολείο υπό κατάργηση;

Γιατί δεν δίνεται η δυνατότητα να ιδρύσουν ΕΠΑΣ το Υπουργείο Παιδείας, η Σιβιτανίδειος, οι ιδιωτικοί φορείς; Σε τι εξυπηρετεί η επιλεκτική λειτουργία αυτών των εκπαιδευτικών μονάδων; Προφανώς πρόκειται για υιοθέτηση του θεσμού της μεταγυμνασιακής μαθητείας χωρίς να λέγεται ανοιχτά.

Αντί να ακολουθούνται αυτές οι μεσοβέζικες και αναποτελεσματικές πρακτικές η πολιτεία πρέπει να εξετάσει με σοβαρότητα το θέμα του συστήματος μαθητείας.

Η ανάπτυξη του συστήματος μαθητείας σε μια χώρα η οποία βρίσκεται τόσο χρόνια σε ύφεση, χωρίς βιομηχανία, με τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων να είναι μικρομεσαίες χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος ακολουθεί την ανάπτυξη της οικονομίας και των επιχειρήσεων και δεν μπορεί να εξαρτάται από τους ποσοτικούς στόχους κανενός μνημονίου.

Με βάση τα ανωτέρω και συμπερασματικά:

Η ΕΤΕ καταθέτει αυτή την παρέμβαση στο δημόσιο διάλογο για την Επαγγελματική Εκπαίδευση καλώντας το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος νομοθετώντας βιαστικά και με προχειρότητα σε ένα τόσο ευαίσθητο τομέα όπως είναι αυτός της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.

Για την ΕΤΕ βασικός στόχος της Τ.Ε.Ε. είναι να καταξιωθεί το «Επαγγελματικό Σχολείο» ως ένα σχολείο πρώτης επιλογής, ικανό να εξασφαλίσει στον απόφοιτό του κοινωνική καταξίωση, σταθερή εργασία και δυνατότητες ανέλιξης.

Προς αυτή την κατεύθυνση η Ένωση μπορεί να συνεισφέρει αξιοποιώντας τις γνώσεις και την πολύχρονη εμπειρία των μελών της στο χώρο της Τ.Ε.Ε.

 

Για το Δ.Σ. της ΕΤΕ

 

Ο Πρόεδρος                                                                        Ο Γ. Γραμματέας

 

Καλτσάς Κωνσταντίνος                                                   Παπάζογλου Μιχαήλ

Η Ανακοίνωση

Print Friendly, PDF & Email